#id1#

Perfect tense


The perfect is used for actions that have started in the past and are accomplished in the present.


Perfect active

How to form perfect active:
auxiliary verb έχω (to have) with aorist stem + suffix ει

to read to love to know (can)
έχω διαβάσει έχω αγαπήσει έχω μπορέσει
έχεις διαβάσει έχεις αγαπήσει έχεις μπορέσει
έχει διαβάσει έχει αγαπήσει έχει μπορέσει
έχουμε διαβάσει έχουμε αγαπήσει έχουμε μπορέσει
έχετε διαβάσει έχετε αγαπήσει έχετε μπορέσει
έχουν διαβάσει έχουν αγαπήσει έχουν μπορέσει
 

Perfect medium/passive

 
to stand up to love to guarantee
έχω σηκωθεί έχω αγαπηθεί έχω εγγυηθεί
έχεις σηκωθεί έχεις αγαπηθεί έχεις εγγυηθεί
έχει σηκωθεί έχει αγαπηθεί έχει εγγυηθεί
έχουμε σηκωθεί έχουμε αγαπηθεί έχουμε εγγυηθεί
έχετε σηκωθεί έχετε αγαπηθεί έχετε εγγυηθεί
έχουν σηκωθεί έχουν αγαπηθε έχουν εγγυηθεί