#id1#

Past tense



Imperfect active

The Greek imperfect is used for permanent and concluded actions in the past.

How to form imperfect active:
present stem + imperfect suffix

to read to love to know (can)
διάβαζα αγαπούσα μπορούσα
διάβαζες αγαπούσες μπορούσες
διάβαζε αγαπούσε μπορούσε
διαβάζαμε αγαπούσαμε μπορούσαμε
διαβάζατε αγαπούσατε μπορούσατε
διάβαζαν αγαπούσαν μπορούσαν


Imperfect medium/passive

 
to get up to love to guarantee to tell (s.th.)
σηκωνόμουν αγαπιόμουν εγγυόμου διηγούμουν
σηκωνόσουν αγαπιόσουν εγγυόσουν διηγούσουν
σηκωνόταν αγαπιόταν εγγυόταν διηγούταν
σηκωνόμασταν αγαπιόμασταν εγγυόμασταν διηγούμασταν
σηκωνόσασταν αγαπιόσασασταν εγγυόσασταν διηγούσασταν
σηκώνονταν αγαπιούνταν εγγυούντα διηγούνταν